νεότομος

νεότομος
νεότομος, -ον (Α)
1. (για τη γη) αυτός που ανοίχθηκε πρόσφατα με τη βοήθεια αρότρου
2. (για χτύπημα) αυτό που καταφέρθηκε πρόσφατα
3. αυτός που κόπηκε πριν από λίγο, φρεσκοκομμένος («φέρομεν ἐξ ὄρεος ἕλικα νεότομον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -τομος (< τέμνω), πρβλ. ολιγό-τομος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεότομον — νεότομος fresh cut masc/fem acc sg νεότομος fresh cut neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοτόμοισι — νεότομος fresh cut masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοτόμῳ — νεότομος fresh cut masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

  • αρτίτομος — ἀρτίτομος, ον (AM) αυτός που κόπηκε πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + τόμος < τέμνω (πρβλ.) άτομος, νεότομος)] …   Dictionary of Greek

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • νεήτομος — νεήτομος, ον (Α) αυτός που ευνουχίστηκε πρόσφατα ή κατά τη νεότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + τομος (< τόμος < τέμνω) πρβλ. ημί τομος, μεσό τομος. Το η τού τ. (αντί νεότομος) οφείλεται σε μετρικούς λόγους για την αποφυγή τών αλλεπάλληλων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”