νεότομον — νεότομος fresh cut masc/fem acc sg νεότομος fresh cut neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοτόμοισι — νεότομος fresh cut masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοτόμῳ — νεότομος fresh cut masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
αρτίτομος — ἀρτίτομος, ον (AM) αυτός που κόπηκε πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + τόμος < τέμνω (πρβλ.) άτομος, νεότομος)] … Dictionary of Greek
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νεήτομος — νεήτομος, ον (Α) αυτός που ευνουχίστηκε πρόσφατα ή κατά τη νεότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + τομος (< τόμος < τέμνω) πρβλ. ημί τομος, μεσό τομος. Το η τού τ. (αντί νεότομος) οφείλεται σε μετρικούς λόγους για την αποφυγή τών αλλεπάλληλων… … Dictionary of Greek